- κάλχα
- κάλχᾱ , κάλχηmurexfem nom/voc/acc dualκάλχᾱ , κάλχηmurexfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάλχα — Κάλχας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχας — κάλχᾱς , κάλχη murex fem acc pl κάλχᾱς , κάλχη murex fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλχαν — κάλχᾱν , κάλχη murex fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλχας — Κάλχᾱς , Κάλχας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCHA — apud Plin. l. 25. c. 8. Est et buphthalmos similis boum oculis foliô foeniculi circa oppida nascens fruticosa caulibus, qui et manduntur decocti. Quidam Calchan vocant. Ita veteres libri: dioscorides habet κάχλαν, Siculi κάλθαν dixêre, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
CALTHA — apud Virgilium, Ecl. 2. v. 49. ubi de Naide, sertum nectente. Tum casiâ atque aliis intexens suavibus herbis, Mollia luteolâ pingit vaccinia calthâ: a Siculo κάλθα, quod illi ex κάχλα vel κάλχα, de qua voce supra dictum, fecerunt, nomen habet.… … Hofmann J. Lexicon universale
Θέστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Απόλλωνα και της Λαοθόης ή της Αγλαΐας και πατέρας του μάντη Κάλχα. Ο Θ. πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο κόρες του, Θεονόη και Λευκίππη, αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές και… … Dictionary of Greek
Μαντώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Τειρεσία. Είχε αφοσιωθεί στη λατρεία του Απόλλωνα στους Δελφούς, αλλά πήγε στη Μικρά Ασία με εντολή του θεού και ίδρυσε το Μαντείο του Κλαρίου Απόλλωνα, κοντά στον Κολοφώνα.… … Dictionary of Greek
Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας … Dictionary of Greek